Ἰσθμίων

Ἰσθμίων
Ἴσθμια
neut gen pl
Ἴσθμιος
fem gen pl
Ἴσθμιος
masc/neut gen pl
Ἴσθμιος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἰσθμίων — Ἴσθμια neut gen pl ἴσθμιον anything belonging to the neck neut gen pl ἴσθμιος of fem gen pl ἴσθμιος of masc/neut gen pl ἴσθμιος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ισθμίων — Το μουσείο βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου όπου στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. είχε ιδρυθεί το ιερό του Ίσθμιου Ποσειδώνα. Πολύ κοντά, στη νοτιοανατολική γωνία του ιερού, ανακαλύφθηκαν τα ίχνη του αρχικού σταδίου, με την ιδιόμορφη… …   Dictionary of Greek

  • Isthmian Games — The Isthmian Games or Isthmia (ancient Greek Ἴσθμια) were one of the Panhellenic Games of Ancient Greece, and were named after the isthmus of Corinth, where they were held. As with the Nemean Games, the Isthmian Games were held both the year… …   Wikipedia

  • Παλαίμων — Όνομα προσώπων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. 1. Θαλάσσια θεότητα, που λατρευόταν κυρίως στην αρχαία Κόρινθο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Π. ήταν γιος του Αθάμαντα και της Ινούς Μελικέρτης. Έγινε θαλάσσιος θεός όταν γκρεμίστηκε από τη Μολουρίδα …   Dictionary of Greek

  • Σίσυφος — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, περίφημος για την πανουργία του. Ήταν γιος του Αίολου, κύριος της Εφύρας και ιδρυτής της Κορίνθου. Κατά το μύθο, ο Σ. είχε καταφέρει να εξαπατήσει το θάνατο και τον ίδιο τον Άδη, το θεό του κάτω κόσμου,… …   Dictionary of Greek

  • αμφίαλος — ἀμφίαλος, ον (Α) 1. (για νησιά) αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα 2. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο θάλασσες («ἀμφίαλος Κόρινθος») 3. (κυρίως για ζώα) αυτός που ζει στις θάλασσες 4. φρ. «ἀμφίαλοι Ποτειδᾱνος τεθμοί», οι αγώνες τών Ισθμίων, τα …   Dictionary of Greek

  • ιερονίκης — Επωνυμία που έδιναν στον αθλητή που είχε νικήσει σε έναν από τους τέσσερις ιερούς αθλητικούς αγώνες της αρχαιότητας: τα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα. Αργότερα ο τίτλος δινόταν σε όσους νικούσαν στους γυμνικούς και στους μουσικούς… …   Dictionary of Greek

  • ισθμιάζω — ἰσθμιάζω (Α) 1. παρακολουθώ τους Ισθμικούς αγώνες 2. πίνω, καταπίνω («ἰσθμιάζει καταπίνεται ἰσθμὸς γὰρ ὁ τράχηλος», Φώτ.) 3. (κατά το λεξικό Σούδα και τον Ησύχ.) «ἱσθμιάζειν, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων ἐπίνοσος γὰρ ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρός»… …   Dictionary of Greek

  • ισθμιάς — ἰσθμιάς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον ισθμό («αἱ ἰσθμιάδες σπονδαί», Θουκ.) 2. (ως κύρ. ουσ.) ἡ Ἰσθμιάς τα Ίσθμια, η εορτή τών Ισθμίων 3. ως ουσ. η περίοδος που παρεμβαλλόταν μεταξύ δύο διοργανώσεων τών αγώνων. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • παλαίμων — Όνομα προσώπων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. 1. Θαλάσσια θεότητα, που λατρευόταν κυρίως στην αρχαία Κόρινθο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Π. ήταν γιος του Αθάμαντα και της Ινούς Μελικέρτης. Έγινε θαλάσσιος θεός όταν γκρεμίστηκε από τη Μολουρίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”